token
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]token (en)
- δείγμα
- σύμβολο, συμβολισμός, συμβολικός
- μάρκα
- πιστοποιητικό voucher
- πιόνι, πούλι
- λεκτική μονάδα
- (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) λεκτική μονάδα προγράμματος, σύμβολο, λεξικογραφική μονάδα, συμβολική οντότητα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- token gift: συμβολικό δώρο
- gift voucher: δωροεπιταγή
- discount gift: εκπτωτικό κουπόνι