tollé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tollé | tollés |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tollé (fr) αρσενικό
- η κατακραυγή, ο σάλος
ενικός | πληθυντικός |
tollé | tollés |
tollé (fr) αρσενικό