toolbar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Toolbars σε μια εφαρμογή επεξεργασίας κειμένου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
toolbar < tool + bar

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

toolbar (en)

  • (πληροφορική, GUI) η μπάρα εργαλείων
    ※  The window itself is split into two parts: a toolbar along the top, and a main pane underneath (MDN docs) [1]
    «Το ίδιο το παράθυρο χωρίζεται σε δύο μέρη: μια μπάρα εργαλείων κατά μήκος της κορυφής, και ένα κύριο παράθυρο από κάτω»

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) Firefox Developer Tools > Toolbox. Πρόσβαση 2020-11-23.