toprağa düşmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
toprağa düşmek < toprağa ("toprak" στην δοτική του ενικού) < toprak ("χώμα") & düşmek ("πέφτω") (κυριολεκτικά: πέφτω στο χώμα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɔpɾɑːˈɑ dyʃˈmɛc/

toprağa düşmek (tr)