torche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
torche torches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

torche (fr) θηλυκό

  1. (τεχνολογία) αχυρένια προστασία λαξευτών λίθων
  2. ο δαυλός, το δαδί, η δάδα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]