touffe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
touffe touffes

touffe (fr) θηλυκό

  1. η τούφα
  2. ο θύσανος
  3. ο μπούφος