toxicologue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
toxicologue toxicologues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

toxicologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό