trèfle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
trèfle trèfles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trèfle (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) το τριφύλλι
  2. (χαρτοπαίγνιο) το σπαθί (στην τράπουλα)