traçabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
traçabilité traçabilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

traçabilité (fr) θηλυκό