tractor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
tractor (ρυμουλκό όχημα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tractor (en)

  1. τρακτέρ
  2. οχήμα ρυμούλκησης που μεταφέρει επικαθήμενη καρότσα, τράκτορας