traduko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | traduko | tradukoj |
αιτιατική | tradukon | tradukojn |
traduko (eo)
- μετάφραση (η πράξη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- tradukaĵo, {το μεταφρασμένο κείμενο)