trafic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trafic trafics

trafic (fr) αρσενικό

  1. το παράνομο εμπόριο, το λαθρεμπόριο, η καπηλεία
  2. η κίνηση, η κυκλοφορία