transfuge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
transfuge | transfuges |
transfuge (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
transfuge | transfuges |
transfuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό