transmitter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
transmitter < transmit + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

transmitter (en)

  1. ο πομπός
  2. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) ο πομπός σήματος, πληροφορίας[1]
    συντομογραφία: TX [1]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • (για πληροφορία, δεδομένα) source

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
  • receiver
  • (για πληροφορία, δεδομένα) sink

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • transmitter στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.