transversal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transversal | transversaux |
θηλυκό | transversale | transversales |
Επίθετο
[επεξεργασία]transversal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transversal | transversaux |
θηλυκό | transversale | transversales |
transversal (fr)