trap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trap traps

trap (en)

ενεστώτας trap
γ΄ ενικό ενεστώτα traps
αόριστος trapped
παθητική μετοχή trapped
ενεργητική μετοχή trapping

trap (en)