travelo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
travelo < travesti + -lo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
travelo travelos

travelo (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]