traversée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁa.vɛʁ.se/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
traversée traversées

traversée (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]