treatment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
treatment treatments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

treatment (en)

  1. η μεταχείριση, η αντιμετώπιση
    special treatment
    ειδική μεταχείριση
    The treatment of the new generation
    H αντιμετώπιση της νέας γενιάς
  2. η ιατρική φροντίδα, θεραπεία

Συγγενικά

[επεξεργασία]