tren

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tren (br)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tren (es)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tren (ca)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

tren < (άμεσο δάνειο) λατινική threnus < αρχαία ελληνική θρῆνος

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tren (pl) αρσενικό

  1. (λογοτεχνία) θρήνος, μοιρολόι
  2. (ενδυμασία) η ουρά



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tren (ro)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tren (tr)