tribunal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tribunal (en)

  1. το δικαστήριο
    International Tribunal for the Law of the Sea - Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁi.by.nal/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
tribunal tribunaux

tribunal (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tribunal (ro) αρσενικό

  1. το δικαστήριο