trognon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trognon trognons

trognon (fr) αρσενικό

  • το κεντρικό μέρος ενός φρούτου που μένει αφού φαγωθεί το υπόλοιπο