trombe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trombe trombes

trombe (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • arriver en trombe - φτάνω ξαφνικά, με πάταγο