troqueur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | troqueur | troqueurs |
θηλυκό | troqueuse | troqueuses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]troqueur (fr)
- αυτός που αρέσκεται να κάνει ανταλλαγές, να αλλάζει ένα αγαθό έναντι ενός άλλου