trou

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
trou trous

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trou (fr) αρσενικό

  1. η τρύπα
  2. (μεταφορικά) ξερότοπος, χωριό, ερημιά
  3. το θαλάμι, η θαλάμη