troublemaker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
troublemaker troublemakers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
troublemaker < trouble + maker

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtrʌb.əlˌmeɪ.kər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈtrʌb.əlˌmeɪ.kɚ/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

troublemaker (en)

  1. o ταραχοποιός, o ταραξίας
  2. o μεμψίμοιρος, o παραπονιάρης

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]