truce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

truce (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • call (= have) a truce