trzy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ṭʃɨ/
 

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

trzy (pl)

  1. ο αριθμός τρία
    • trzej αρρενοπρόσωπη μορφή

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]