tuŝinta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

tuŝinta

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

tuŝinta (eo)

  • αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος tuŝi