tue-loup

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tue-loup < tuer + loup

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tue-loup tue-loups

tue-loup (fr) αρσενικό