tumulus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
tumulus tumulus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tumulus (fr) αρσενικό

  • ο τύμβος
    • ο λοφότυμβος, ο χωματότυμβος