tyrannique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ti.ʁa.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tyrannique tyranniques

tyrannique (fr) αρσενικό ή θηλυκό