uccen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

uccen αρσενικό (θηλυκό: tuccent)

  1. (θηλαστικό ζώο) το τσακάλι
  2. (ειδικότερα) το αρσενικό τσακάλι