uncomfortable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός uncomfortable
συγκριτικός more uncomfortable
υπερθετικός most uncomfortable

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uncomfortable < un- + comfortable

Επίθετο

[επεξεργασία]

uncomfortable (en)

  • άβολος
    an uncomfortable chair - άβολη καρέκλα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]