unconscious

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός unconscious
συγκριτικός more unconscious
υπερθετικός most unconscious

unconscious (en)

  1. αναίσθητος, λιπόθυμος
    He’s been unconscious for ten hours.
    Είναι αναίσθητος εδώ και δέκα ώρες.
  2. ασυνείδητος ασυναίσθητος
  3. αθέλητος ακούσιος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

unconscious (en)