uncountable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uncountable < un- + countable

Επίθετο

[επεξεργασία]

uncountable (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. που έχει/είναι τόσα πολλά, που δεν μπορεί να μετρηθεί· αμέτρητος
    The stars are uncountable.
    Τα αστέρια είναι αμέτρητα.
     συνώνυμα: innumerable, countless, innumerous, immeasurable, incalculable
  2. (μαθηματικά) απειράριθμος
  3. (αγγλική γραμματική) μη μετρήσιμο (για ουσιαστικά που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα με αριθμούς ή το αόριστο άρθρο και συνήθως είναι στον πληθυντικό αριθμό)
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 38. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αμέτρητος