unhesitatingly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unhesitatingly < unhesitating + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

unhesitatingly (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ανενδοίαστα, χωρίς ενδοιασμούς
    They should stop, at last, mocking us so unhesitatingly.
    Να πάψουν, επιτέλους, να μας εμπαίζουν τόσο ανενδοίαστα.