unification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

unification (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ενοποίηση
    the unification of the two Germanys - η ενοποίηση των δύο Γερμανιών



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

unification (fr) θηλυκό