uniflore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | uniflore | uniflores |
θηλυκό | unifloree | uniflorees |
Επίθετο
[επεξεργασία]uniflore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | uniflore | uniflores |
θηλυκό | unifloree | uniflorees |
uniflore (fr) αρσενικό ή θηλυκό