uninflected

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

uninflected (en)

  1. (για μια λέξη) άκλιτος
  2. (για μια γλώσσα) που δεν έχει κλιτές λέξεις