uninhabited

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uninhabited < un- + inhabited

Επίθετο

[επεξεργασία]

uninhabited (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ακατοίκητος, χωρίς κατοίκους
    uninhabited areas awaiting settlement - ακατοίκητες περιοχές που περιμένουν εποικισμό