unnamed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unnamed < un- + named

Επίθετο

[επεξεργασία]

unnamed (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ανώνυμος, που δεν έχει όνομα ή είναι άγνωστο
    an unnamed donor - ένας ανώνυμος δωρητής
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη anonymous