unuope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unuope < unu + -ope

Επίρρημα

[επεξεργασία]

unuope (eo)

  • ένας ένας / ένα ένα / ανά ένας