uppermost

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uppermost < upper + most

Επίθετο 1

[επεξεργασία]

uppermost (en) πρίν από ουσιαστικό

Επίθετο 2

[επεξεργασία]

uppermost (en) όχι απαραίτητα πρίν από ουσιαστικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

uppermost (en)