ureter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ureter | ureters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ureter < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική οὐρητήρ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /jʊəˈɹiːtə(ɹ)/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ureter (en)
- (ανατομία, νεφρολογία) ο ουρητήρας