urticaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
urticaire < λατινική urticaria

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /yʁ.ti.kɛʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
urticaire urticaires

urticaire (fr) θηλυκό