utilização
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
utilização | utilizações |
utilização (pt) θηλυκό
- η χρήση
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
utilização | utilizações |
utilização (pt) θηλυκό