vénalement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vénalement < vénale (θηλυκό του vénal) + -ment

Επίρρημα

[επεξεργασία]

vénalement (fr)