vacarme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /va.kaʁm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vacarme vacarmes

vacarme (fr) αρσενικό