vaccination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vaccination < λατινική vacca (αγελάδα). Ο όρος επινοήθηκε από τον Edward Jenner (1749-1823) που εφήρμοσε πρώτος τον εμβολιασμό με εξασθενημένα στελέχη ιού

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌvæk.sɪˈneɪ.ʃən/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vaccination (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /va.ksi.na.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vaccination vaccinations

vaccination (fr) θηλυκό